γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
Ενρίκουες, Φεντερίκο — (Federico Enriques, Λιβόρνο 1871 – Ρώμη 1946). Ιταλός μαθηματικός και φιλόσοφος. Ως μαθηματικός ο Ε. υπήρξε διεισδυτικό και συνθετικό πνεύμα, επιτυγχάνοντας θεμελιώδη αποτελέσματα στην αλγεβρική γεωμετρία (μαζί με τους Γκουίντο Καστελνουόβο και… … Dictionary of Greek
Φάνο, Τζίνο — (Fano, 1871 – 1952). Ιταλός μαθηματικός. Το 1902 διορίστηκε καθηγητής της αναλυτικής και παραστατικής γεωμετρίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και το 1908 καθηγητής της παραστατικής γεωμετρίας στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Ασχολήθηκε κυρίως με… … Dictionary of Greek
Κιλέν, Ντάνιελ Γκρέι — (Daniel Grey Quillen, Νιού Τζέρσεϊ 1940 –). Αμερικανός μαθηματικός. Το 1961 έλαβε το πτυχίο του μαθηματικού από το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και συνέχισε το διδακτορικό του στο ίδιο πανεπιστήμιο. Η διατριβή του είχε θέμα τις τυπικές ιδιότητες των… … Dictionary of Greek
Κρεμόνα, Λουίτζι — (Luigi Cremona, Παβία 1830 – Ρώμη 1903). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε στη γενέτειρά του και το 1860 κατέλαβε την έδρα του καθηγητή της ανώτερης γεωμετρίας στην Μπολόνια, αργότερα στο Μιλάνο και τέλος στη Ρώμη (1873). Ο Κ. ασχολήθηκε με τη θεωρία… … Dictionary of Greek
Μπομπιέρι, Ενρίκο — (Enrico Bombieri, Μιλάνο 1940 ). Ιταλός μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και αργότερα στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ. Το 1966 ονομάστηκε καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πίζα. Το ενδιαφέρον του… … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek